- μουχτερό
- το обл1) осёл; 2) свинья
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μουχτερό — το (Μ μουχτερόν και μουχθερόν και μουκτερόν) 1. ζώο που υφίσταται μεγάλους μόχθους και κόπους, που σηκώνει μεγάλα βάρη, και ιδίως ο όνος, το γαϊδούρι 2. (και σήμερα σε ορισμένα μέρη) χοίρος, γουρούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μουχτερόν < μοχθηρόν,… … Dictionary of Greek
μουχθερόν — μουχθερόν, τὸ (Μ) βλ. μουχτερό … Dictionary of Greek
μουχτερόν — μουχτερόν, τὸ (Μ) βλ. μουχτερό … Dictionary of Greek
μοχθηρός — ή, ό (ΑΜ μοχθηρός, ά, θηλ. και ός όν, Α και μόχθηρος, ον) κακός, φαύλος, πανούργος, ανέντιμος, αχρείος νεοελλ. αυτός που αισθάνεται φθόνο για την ευτυχία τών άλλων, κακόβουλος, δόλιος, κακεντρεχής, φθονερός μσν. 1. αυτός που προκαλεί φόβο,… … Dictionary of Greek